- αλκυλίωση
- η Χημ.χημική αντίδραση κατά την οποία εισάγεται η ρίζα αλκύλιο* σε μια χημική ένωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλκύλιο* + κατάλ. -ωση*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φριντέλ - Κραφτς, αντίδραση των- — Οργανική σύνθεση που οδηγεί στην αλκυλίωση των αρωματικών υδρογονανθράκων με αλειφατικά αλογονίδια διαμέσου καταλυτών, όπως το χλωριούχο αργίλιο, ο χλωριούχος σίδηρος, το φθοριούχο βόριο κλπ. (που ταξινομήθηκαν κατά φθίνουσα δραστηριότητα). Η… … Dictionary of Greek
αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… … Dictionary of Greek
θειοφαίνιο — Ετεροκυκλική ένωση με τύπο C4H4S. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή βενζολίου, σημείο τήξης –38,30°C, θερμοκρασίας βρασμού 84,1°C, δυσδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. Το θ. συνοδεύει το βενζόλιο στο προϊόν που λαμβάνεται από την… … Dictionary of Greek
ισονιτρίλια — Οργανικές ενώσεις που είναι ισομερείς προς τα νιτρίλια. Είναι άχρωμα τοξικά υγρά, με πολύ έντονη οσμή, αδιάλυτα στο νερό αλλά διαλυτά στην αλκοόλη και στον αιθέρα. Παρασκευάζονται από μείγμα χλωροφορμίου (CΗCl3) και πρωτοταγούς αμίνης (RΝΗ2) σε… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek